- ξάφτω
- обл 1. μετ. разжигать, раздувать (огонь);2. αμετ. распалиться, разгорячиться, вспылить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάφτω — 1. εξάπτω, ανάβω 2. μτφ. διεγείρομαι, ερεθίζομαι, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ άφτω (βλ. και επιτ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek